- τιμοκρατικός
- -ή, -ό / τιμοκρκατικός, -ή, -όν, ΝΑ [τιμοκρατία]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τιμοκρατία2. φρ. «τιμοκρατικό πολίτευμα [ή σύστημα]» και «τιμοκρατική πολιτεία» — η τιμοκρατία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμοκρατικός — τῑμοκρατικός , τιμοκρατικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την τιμοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμοκρατικόν — τῑμοκρατικόν , τιμοκρατικός of masc acc sg τῑμοκρατικόν , τιμοκρατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατικοί — τῑμοκρατικοί , τιμοκρατικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατικοῦ — τῑμοκρατικοῦ , τιμοκρατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατικῇ — τῑμοκρατικῇ , τιμοκρατικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατική — τῑμοκρατική , τιμοκρατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατικήν — τῑμοκρατικήν , τιμοκρατικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατικῷ — τῑμοκρατικῷ , τιμοκρατικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)